Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αγκιδωτός — ή, ό αυτός που έχει αγκίδες, ο ακιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκιδωτός < ἀκίς] … Dictionary of Greek
ακιδωτός — ή, ό και αγκιδωτός (Α ἀκιδωτός, ή, ὸν) [ἀκίς] οξύς, αιχμηρός … Dictionary of Greek